κατακονδυλίζω

κατακονδυλίζω
κατακονδυλίζω
pres subj act 1st sg
κατακονδυλίζω
pres ind act 1st sg
κατακονδυλίζω
pres subj act 1st sg
κατακονδυλίζω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακονδυλίζω — (Α) 1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ 2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)] …   Dictionary of Greek

  • κατακονδυλίζοντα — κατακονδυλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κατακονδυλίζω pres part act masc acc sg κατακονδυλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κατακονδυλίζω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακονδυλισθέντας — κατακονδυλίζω aor part pass masc acc pl κατακονδυλίζω aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακονδυλίζεσθαι — κατακονδυλίζω pres inf mp κατακονδυλίζω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκονδύλιζον — κατακονδυλίζω imperf ind act 3rd pl κατακονδυλίζω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκονδυλισμένος — κατακονδυλίζω perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκονδύλισται — κατακονδυλίζω perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκονδυλίζετε — κατακονδυλίζω imperf ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκονδυλίσατε — κατακονδυλίζω aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκονδύλισας — κατακονδυλίζω aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”